- μεταβάπτιση
- [-ις (-εως)] η , μεταβάπτισμα τό1) переименовывание, переименование; 2) повторное крещение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταβάπτιση — η η εκ νέου βάπτιση, το ξαναβάφτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταβαπτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δ. Γρ. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek
μεταβάπτισμα — και μεταβάφτισμα, το [μεταβαπτίζω] η μεταβάπτιση … Dictionary of Greek